- αλλαξοποδαριά
- η1. η επιδιόρθωση, μοντάρισμα καλτσών στις φτέρνες και στα δάχτυλα, το αλλαξοπόδιασμα2. το να ξεφεύγει κανείς από τον δρόμο, να αλλάζει πορεία, το αλλαξοποδάριασμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αλλαξο-* + ποδάρι.ΠΑΡ. νεοελλ. αλλαξοποδαριάζω].
Dictionary of Greek. 2013.